- άγουρος
- -η, -ο (Μ το αρσ. ἄγουρος ως ουσ.)(για πρόσωπα) αυτός που δεν ωρίμασε, δεν ενηλικιώθηκε ακόμη, νέος άντρας, παληκάρινεοελλ.1. αυτός που δεν πήρε ακόμη την τελική του μορφή, που δεν ολοκληρώθηκε2. αυτός που δεν ωρίμασε διανοητικά, ανώριμος, άπειρος3. (για καρπούς) αυτός που δεν ωρίμασε, αγίνωτοςμσν.1. παληκάρι, πολεμιστής2. το κατεξοχήν «παληκάρι», γενναίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἄγουρος < αρχ. ἄωρος.ΠΑΡ. μσν. ἀγουρίτσηςνεοελλ.αγουράδα, αγούρι, αγουριά, αγουρίλα, αγουροσύνη, αγουρούτσικος, αγουρωπός.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγουρο-, ως α' συνθετικό, π.χ. αγουρέλαιο, αγουρογερνῶ, αγουροελιά, αγουροθερίζω, αγουροκόβω, αγουρόλαδο, αγουρόμηλο, αγουροξυπνώ, αγουροφάγος, αγουροφέρνω, αγουρωριμάζω].
Dictionary of Greek. 2013.